-
1 сочный
-
2 сочный
сочн||ыйприл1. εὔχυμος, χυμώδης, ζουμερός·2. перен ζωηρός, μεστός, πλούσιος. -
3 корм
1. (пища животных) η ζωοτροφή, η φορβή, η νομή брикетированный - πρε-σαριστή - (σε μπρικ)гранулированный - πρεσαριστή - σε γράνουλες/σφαιρίδια2. (кормление) το τάισμα, η ταγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корм